trigone
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trigone | trigones |
trigone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (γεωμετρία) (σπάνιο) τριγωνικός
- → δείτε τη λέξη triangulaire
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trigone | trigones |
trigone (fr) αρσενικό