Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trigone trigones

trigone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γεωμετρία) (σπάνιο) τριγωνικός
    → δείτε τη λέξη triangulaire

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trigone trigones

trigone (fr) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) (σπάνιο) τρίγωνο
    → δείτε τη λέξη triangle