tribal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tribal | tribals |
θηλυκό | tribale | tribales |
Επίθετο
επεξεργασίαtribal (fr)
- σχετικός με τη φυλή
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tribal | tribals |
θηλυκό | tribale | tribales |
tribal (fr)