Ετυμολογία

επεξεργασία
treuil < truil < λατινική torculum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁœj/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
treuil treuils

treuil (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) πιεστήριο
  2. το βαρούλκο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία