transplantement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- transplantement < transplanter
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.plɑ̃.tmɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
transplantement | transplantements |
transplantement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η μετοίκιση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη transplanter