transplantation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtransplantation (en)
- η μεταμόσχευση (οργάνου του σώματος)
- η μεταφύτευση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- transplantation < transplanter
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
transplantation | transplantations |
transplantation (fr) θηλυκό
- η μεταφύτευση
- η μεταμόσχευση (οργάνου του σώματος)
- (μεταφορικά) η μετοίκηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη transplanter