Ουσιαστικό

επεξεργασία

transplantation (en)

  1. η μεταμόσχευση (οργάνου του σώματος)
  2. η μεταφύτευση


  Ετυμολογία

επεξεργασία
transplantation < transplanter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.plɑ̃.ta.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
transplantation transplantations

transplantation (fr) θηλυκό

  1. η μεταφύτευση
  2. η μεταμόσχευση (οργάνου του σώματος)
  3. (μεταφορικά) η μετοίκηση

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  transplanter