translittérer
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- translittérer < translittération
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tʁɑ̃.li.te.ʁe/
Ρήμα επεξεργασία
translittérer (fr)
- μεταγραμματίζω, καταγράφω ένα κείμενο, γράμμα προς γράμμα, από μια γλώσσα σε μια άλλη