transcendantal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transcendantal | transcendantaux |
θηλυκό | transcendantale | transcendantales |
Επίθετο
επεξεργασίαtranscendantal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transcendantal | transcendantaux |
θηλυκό | transcendantale | transcendantales |
transcendantal (fr)