ενικός         πληθυντικός  
tranché tranchés

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tranché (fr) αρσενικό

  1. (εραλδική) οικόσημο που χωρίζεται σε δύο μέρη με μια πλάγια γραμμή που το διαπερνά από την πάνω δεξιά πλευρά έως την κάτω αριστερά
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tranché tranchés
θηλυκό tranchée tranchées

tranché (fr)

  1. → δείτε τη λέξη trancher