ενικός         πληθυντικός  
traficotage traficotages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

traficotage (fr) αρσενικό

  1. η παράνομη διακίνηση
  2. το σκάρωμα

Συγγενικά

επεξεργασία