ενικός         πληθυντικός  
trademark trademarks

  Ετυμολογία

επεξεργασία
trademark < trade + mark

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

trademark (en)

  1. το σήμα, ένα όνομα, σύμβολο ή σχέδιο που χρησιμοποιεί μια εταιρεία για τα προϊόντα της και που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κανέναν άλλο
    ⮡  an industry/business trademark - βιομηχανικό/εμπορικό σήμα
  2. το σήμα κατατεθέν, ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς ή ντυσίματος που είναι χαρακτηριστικός για κάποιον και που τον κάνει να αναγνωρίζεται εύκολα
    ⮡  The leather jacket is a trademark of bikers.
    Tο δερμάτινο μπουφάν είναι το σήμα κατατεθέν των μηχανόβιων.

Παράγωγα

επεξεργασία