trademark
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trademark | trademarks |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
trademark (en)
- το σήμα, ένα όνομα, σύμβολο ή σχέδιο που χρησιμοποιεί μια εταιρεία για τα προϊόντα της και που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κανέναν άλλο
- ↪ an industry/business trademark - βιομηχανικό/εμπορικό σήμα
- το σήμα κατατεθέν, ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς ή ντυσίματος που είναι χαρακτηριστικός για κάποιον και που τον κάνει να αναγνωρίζεται εύκολα
- ↪ The leather jacket is a trademark of bikers.
- Tο δερμάτινο μπουφάν είναι το σήμα κατατεθέν των μηχανόβιων.
- ↪ The leather jacket is a trademark of bikers.