Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό trésorier trésoriers
θηλυκό trésorière trésorières

trésorier (fr)

  1. θησαυροφύλακας
  2. υπεύθυνος του ταμείου μιας οργάνωσης, σωματείου, κλπ.