totter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | totter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | totters |
αόριστος | tottered |
παθητική μετοχή | tottered |
ενεργητική μετοχή | tottering |
Ρήμα
επεξεργασίαtotter (en)
- (αμετάβατο) παραπαίω, τρικλίζω, περπατώ ή κινούμαι με αδύναμα, ασταθή βήματα, ειδικά επειδή είμαι μεθυσμένος ή άρρωστος
- ⮡ He went tottering down the street.
- Κατέβηκε το δρόμο παραπαίοντας.
- ⮡ I tottered to my feet.
- Σηκώθηκα όρθιος τρικλίζοντας.
- ⮡ He went tottering down the street.
- (αμετάβατο) κλονίζομαι, γέρνω πέρα-δώθε, είναι αδύναμο και φαίνεται πιθανό να πέσει
- ⮡ The tall chimney tottered and then fell.
- Η ψηλή καμινάδα κλονίστηκε/έγειρε πέρα-δώθε κι έπειτα έπεσε.
- ⮡ The tall chimney tottered and then fell.