ενεστώτας totter
γ΄ ενικό ενεστώτα totters
αόριστος tottered
παθητική μετοχή tottered
ενεργητική μετοχή tottering

totter (en)

  1. (αμετάβατο) παραπαίω, τρικλίζω, περπατώ ή κινούμαι με αδύναμα, ασταθή βήματα, ειδικά επειδή είμαι μεθυσμένος ή άρρωστος
    ⮡  He went tottering down the street.
    Κατέβηκε το δρόμο παραπαίοντας.
    ⮡  I tottered to my feet.
    Σηκώθηκα όρθιος τρικλίζοντας.
  2. (αμετάβατο) κλονίζομαι, γέρνω πέρα-δώθε, είναι αδύναμο και φαίνεται πιθανό να πέσει
    ⮡  The tall chimney tottered and then fell.
    Η ψηλή καμινάδα κλονίστηκε/έγειρε πέρα-δώθε κι έπειτα έπεσε.