Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
torpide torpides

  Επίθετο επεξεργασία

torpide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μοιάζει ναρκωμένος
  2. (για ασθένεια) σταθερός