Ετυμολογία

επεξεργασία
tombant < tomber

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tombant tombants
θηλυκό tombante tombantes

tombant (fr)

  1. που πέφτει
  2. λέγεται για τα μακριά μαλλιά
  3. φθίνων, σχετικά με τη μέρα