Ετυμολογία

επεξεργασία
tocade < se toquer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tocade tocades

tocade (fr) θηλυκό

  • (οικείο) έντονο, εκκεντρικό και παράλογο πάθος, συνήθως περαστικό, για κάποιον ή για κάτι