toaster
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
toaster | toasters |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtoaster (en)
- η φρυγανιέρα
- ⮡ I am toasting bread in a toaster.
- Φρυγανίζω ψωμί σε φρυγανιέρα.
- ⮡ I am toasting bread in a toaster.