tirant d'eau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tirant d'eau | tirant d'eaus |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtirant d'eau (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) το βύθισμα ενός πλοίου
ενικός | πληθυντικός |
tirant d'eau | tirant d'eaus |
tirant d'eau (fr) αρσενικό