tip off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tip off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tips out |
αόριστος | tipped out |
παθητική μετοχή | tipped out |
ενεργητική μετοχή | tipping out |
Ρήμα
επεξεργασίαtip off (en)
- πληροφορώ για κάτι καίριο-σημαντικό (συνήθως εγκαίρως)
- πληροφορώ εκ των έσω, παρέχω εσωτερική πληροφορία
- γίνεται jump ball, ξεκινά-αρχίζει ο αγώνας μπάσκετ