tinto
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tinto | tintos |
θηλυκό | tinta | tintas |
tinto (pt)
- (για κρασί, κ.α.) κόκκινος
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tinto | tintos |
θηλυκό | tinta | tintas |
tinto (pt)