Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
third party third parties

  Ετυμολογία επεξεργασία

third party < → δείτε τις λέξεις third και party

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

third party (en) (επίσημο ή νομικός όρος)

  • ο τρίτος, ένα άτομο που εμπλέκεται σε μια κατάσταση εκτός από τα δύο κύρια άτομα που εμπλέκονται άμεσα
    I am a third party to this agreement.
    Είμαι τρίτος σε αυτή την συμφωνία.
    Don’t talk about your personal issues in front of third parties.
    Μη μιλάς για τα προσωπικά σου μπροστά σε τρίτους.

  Πηγές επεξεργασία