thaumaturge
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- thaumaturge < αρχαία ελληνική θαυματουργός
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thaumaturge | thaumaturges |
thaumaturge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thaumaturge | thaumaturges |
thaumaturge (fr) αρσενικό ή θηλυκό