Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

thaumaturgique < thaumaturge

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /to.ma.tyʁ.ʒik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
thaumaturgique thaumaturgiques

thaumaturgique (fr) αρσενικό ή θηλυκό