tessuto
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tessuto < tessere
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tessuto | tessuti |
θηλυκό | tessuta | tessute |
tessuto (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tessuto | tessuti |
θηλυκό | tessuta | tessute |
tessuto (it)