temporisateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | temporisateur | temporisateurs |
θηλυκό | temporisatrice | temporisatrices |
Επίθετο
επεξεργασίαtemporisateur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | temporisateur | temporisateurs |
θηλυκό | temporisatrice | temporisatrices |
temporisateur (fr)