tellurien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tellurien | telluriens |
θηλυκό | tellurienne | telluriennes |
Επίθετο
επεξεργασίαtellurien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tellurien | telluriens |
θηλυκό | tellurienne | telluriennes |
tellurien (fr)