Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
teigne teignes

teigne (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) η κασίδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
teigne teignes

teigne (fr) θηλυκό

  1. (εντομολογία) είδος λεπιδόπτερων