tecnologico
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tecnologico < tecnologia
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tecnologico | tecnologici |
θηλυκό | tecnologica | tecnologice |
tecnologico (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tecnologico | tecnologici |
θηλυκό | tecnologica | tecnologice |
tecnologico (it)