tatoueur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tatoueur < tatouer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tatoueur | tatoueurs |
θηλυκό | tatoueuse | tatoueuses |
tatoueur (fr)
- τατουέρ, που κάνει τατουάζ, δερματοστίκτης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tatoueur | tatoueurs |
θηλυκό | tatoueuse | tatoueuses |
tatoueur (fr)