tassage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tassage < tasser
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tassage | tassages |
tassage (fr) αρσενικό
- το στοίβαγμα
- (αθλητισμός) το σπρώξιμο ενός αθλητή έξω από την πίστα όπου τρέχει
ενικός | πληθυντικός |
tassage | tassages |
tassage (fr) αρσενικό