Ετυμολογία

επεξεργασία
tassage < tasser

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tassage tassages

tassage (fr) αρσενικό

  1. το στοίβαγμα
  2. (αθλητισμός) το σπρώξιμο ενός αθλητή έξω από την πίστα όπου τρέχει