téléspectateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- téléspectateur < télé- + spectateur
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.le.spɛk.ta.tœʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | téléspectateur | téléspectateurs |
θηλυκό | téléspectatrice | téléspectatrices |
téléspectateur (fr)