surhaussé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surhaussé | surhaussés |
θηλυκό | surhaussée | surhaussées |
Επίθετο επεξεργασία
surhaussé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surhaussé | surhaussés |
θηλυκό | surhaussée | surhaussées |
surhaussé (fr)