surévalué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surévalué | surévalués |
θηλυκό | surévaluée | surévaluées |
Επίθετο
επεξεργασίαsurévalué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surévalué | surévalués |
θηλυκό | surévaluée | surévaluées |
surévalué (fr)