Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
suitcase suitcases

  Ετυμολογία επεξεργασία

suitcase < suit + case

  Ουσιαστικό επεξεργασία

suitcase (en)

  • η βαλίτσα
    The clothes must be compressed to fit into the suitcase.
    Πρέπει να συμπιεστούν τα ρούχα για να χωρέσουν στη βαλίτσα.

  Πηγές επεξεργασία