Επίθετο

επεξεργασία

suggestive (en)

  1. που υπονοεί κάτι
  2. που έχει ένα (ερωτικό, σεξουαλικό) υπονοούμενο



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
suggestive suggestives

suggestive (fr)

  1. θηλυκό του suggestif