suggestive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsuggestive (en)
- που υπονοεί κάτι
- που έχει ένα (ερωτικό, σεξουαλικό) υπονοούμενο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
suggestive | suggestives |
suggestive (fr)