Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

succursaliste < succursalisme

  Επίθετο επεξεργασία

succursaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

succursaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εμπορική εταιρία που αποτελείται από αλυσίδα καταστημάτων
  2. ο κάτοχος πολλών υποκαταστημάτων

Συγγενικά επεξεργασία