ενικός         πληθυντικός  
subscriber subscribers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
subscriber < subscribe + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

subscriber (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 845. ISBN 9780194325684. , λήμμα: συνδρομητής