subjectif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | subjectif | subjectifs |
θηλυκό | subjective | subjectives |
Επίθετο επεξεργασία
subjectif (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | subjectif | subjectifs |
θηλυκό | subjective | subjectives |
subjectif (fr) αρσενικό ή θηλυκό