Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

styczna < styczny (prosta styczna)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

styczna (pl) θηλυκό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

styczna (pl)