stuntman
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stuntman | stuntmen |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈstʌnt.mæn/
Ουσιαστικό επεξεργασία
stuntman (en)
Συνώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Υπερώνυμα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- stuntman - Cambridge Dictionary online
- stuntman - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- stuntman - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.