Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
stuntman stuntmen

  Ετυμολογία επεξεργασία

stuntman < stunt + -man. (μαρτυρείται από το 1927)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈstʌnt.mæn/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stuntman (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. stuntman - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

  Πηγές επεξεργασία