ενικός         πληθυντικός  
stuntman stuntmen

Ετυμολογία

επεξεργασία
stuntman < stunt + -man. (μαρτυρείται από το 1927)[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. stuntman - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)