ενικός         πληθυντικός  
stretcher stretchers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stretcher < stretch + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stretcher (en)

  • το φορείο για ασθενείς
    ⮡  They took him to the operating room on a stretcher.
    Τον πήγαν στο χειρουργείο πάνω σε φορείο.