ενικός         πληθυντικός  
stracciatella stracciatelle

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stracciatella < stracciare (τεμαχίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /strat.t͡ʃaˈtɛl.la/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stracciatella (it) θηλυκό