Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρατσιατέλα οι στρατσιατέλες
      γενική της στρατσιατέλας
    αιτιατική τη στρατσιατέλα τις στρατσιατέλες
     κλητική στρατσιατέλα στρατσιατέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατσιατέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stracciatella

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾa.t͡sçaˈte.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τσια‐τέ‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Παγωτό στρατσιατέλα
 
Πιάτο με σούπα στρατσιατέλα

στρατσιατέλα θηλυκό

  1. (γλυκό) είδος ιταλικού παγωτού με βάση το γάλα και τρίμματα σοκολάτας
  2. (γαστρονομία) ιταλική σούπα που φτιάχνεται με ένα μείγμα παρμεζάνας και χτυπημένου αβγού σε ζεστό ζωμό
    ※  Αν βρεθείτε στην Ιταλία και ζητήσετε «στρατσιατέλα» μπορεί να βρεθείτε να τρώτε σούπα από τη Ρώμη ή και τυρί από την Πούλια! Δεν είναι, λοιπόν, μόνο το αγαπημένο τζελάτο από τη Λομβαρδία που ακούει σε αυτό το όνομα.
    Ιωάννα Ζέρβα, Στρατσιατέλα: Το τζελάτο, το τυρί, η σούπα, olivemagazine.gr, 5 Ιουλίου 2021

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία