stoop to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stoop to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stoops to |
αόριστος | stooped to |
παθητική μετοχή | stooped to |
ενεργητική μετοχή | stooping to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstoop to (en)
- ξεπέφτω να, κατεβαίνω, εγκαταλείπω τα ήθη μου για να κάνω κάτι κακό ή δυσάρεστο
- ⮡ I will never stoop to committing fraud.
- Ποτέ δε θα ξεπέσω τόσο που να κάνω απάτες.
- ⮡ I am not responding to his insults because I don’t want to stoop to his level.
- Δεν απαντώ στις ύβρεις του, γιατί δε θέλω να κατεβώ στο επίπεδό του.
- ⮡ I will never stoop to committing fraud.