stock market
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stock market | stock markets |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
stock market (en)
- (οικονομία) το χρηματιστήριο
- ↪ The government overheated the stock market with the prime minster’s statements.
- Η κυβέρνηση υπερθέρμανε το χρηματιστήριο με δηλώσεις του πρωθυπουργού.
- ↪ The government overheated the stock market with the prime minster’s statements.