stigmatisant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | stigmatisant | stigmatisants |
θηλυκό | stigmatisante | stigmatisantes |
stigmatisant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | stigmatisant | stigmatisants |
θηλυκό | stigmatisante | stigmatisantes |
stigmatisant (fr)