steam up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | steam up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steams up |
αόριστος | steamed up |
παθητική μετοχή | steamed up |
ενεργητική μετοχή | steaming up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsteam up (en)
- αχνίζω, γίνομαι ή κάνω κάτι καλυμμένο με αχνό
- ⮡ The window panes steamed up.
- Τα τζάμια ήταν αχνισμένα .
- ⮡ The window panes steamed up.
Πηγές
επεξεργασία- steam up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 151. ISBN 9780194325684., λήμμα: αχνίζω