ενεστώτας steam up
γ΄ ενικό ενεστώτα steams up
αόριστος steamed up
παθητική μετοχή steamed up
ενεργητική μετοχή steaming up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
steam up < → δείτε τις λέξεις steam και up

steam up (en)

  • αχνίζω, γίνομαι ή κάνω κάτι καλυμμένο με αχνό
    ⮡  The window panes steamed up.
    Τα τζάμια ήταν αχνισμένα .