ενικός         πληθυντικός  
stationery stationeries

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsteɪʃ(ə)n(ə)ɹi/ (βρετανικό)
ομόηχο: stationary (στατικός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stationery (en)