Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stan (pl) αρσενικό

  1. η κατάσταση, οι συνθήκες και η γενική μορφή
  2. (διοικητικός όρος) η πολιτεία

Συγγενικά

επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stan (cs) αρσενικό

  1. η σκηνή (κατασκευή από ύφασμα)