Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stan (pl) αρσενικό

  1. η κατάσταση, οι συνθήκες και η γενική μορφή
  2. (διοικητικός όρος) η πολιτεία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία



Τσεχικά (cs) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stan (cs) αρσενικό

  1. η σκηνή (κατασκευή από ύφασμα)