Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stanowisko (pl) ουδέτερο

  1. η θέση
    • η θέση σε μια επιχείρηση ή οργανισμό
    • η θέση εργασίας ως χώρος, το πόστο
    • η εκφρασμένη άποψη πάνω σε ένα θέμα

Συγγενικά

επεξεργασία