Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας stake out
γ΄ ενικό ενεστώτα stakes out
αόριστος staked out
παθητική μετοχή staked out
ενεργητική μετοχή staking out

  Ετυμολογία επεξεργασία

stake out < → δείτε τις λέξεις stake και out

  Ρήμα επεξεργασία

stake out (en)

  • παρακολουθώ ένα μέρος κρυφά, ειδικά για σημάδια παράνομης δραστηριότητας
    The police officer got bored staking out the suspect.
    Ο αστυνομικός έχω βαρεθεί να παρακολουθεί τον ύποπτο.

  Πηγές επεξεργασία